-
1 κωλακρέτης
κωλακρέτ-ης, ου, ὁ, name of a financial official in early Athens and elsewhere (cf. foreg.), IG12.19.13, al., Arist.Ath. 7.3, Ar.V. 695, Av. 1541; κωλακρέτου γάλα, comically for the μισθὸς δικαστικός, Id.V. 724. (Written κωλαγρ- in Cod. Rav. of Ar., Tim. Lex.; derivation from κωλᾶς ἀγρεῖν or ἀγείρειν perh. implied by Suid.A s.v. κωλακρέτης.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλακρέτης
См. также в других словарях:
κωλακρέτης — και κωλαγρέτης, ὁ (Α) 1. τίτλος άρχοντα τής αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά τής πόλης 2. φρ. «κωλακρέτου γάλα» (κωμικά) δικαστικός μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή τού γ σε κ ,… … Dictionary of Greek